Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Ρήγας Γκόλφης: ένα ποίημα του Ευρυτάνα ποιητή για την εργατική τάξη.



Ρήγας Γκόλφης: ένα ποίημα του Ευρυτάνα ποιητή για την εργατική τάξη.

Όταν επιλέγουμε ποίηση για να τραγουδήσουμε, να υμνήσουμε τους αγώνες και τις θυσίες της εργατικής τάξης, επιλέγουμε ποιητές όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Κώστας Βάρναλης κ.λ.π.
Σήμερα θα επιλέξω ένα ποίημα για την εργατιά του Ευρυτάνα ποιητή Ρήγα Γκόλφη.
Ο Ρήγας Γκόλφης, ο Δημήτρης Δημητριάδης, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Ρήγα Γκόλφη, γεννήθηκε το 1886 στο Μεσολόγγι ο δε πατέρας του καταγόταν από το Καρπενήσι. Πέθανε στην Αθήνα στις 2 Ιανουαρίου 1958 σε ηλικία 72 ετών. Ήταν ποιητής, κριτικός και συνεργάτης του περιοδικού Ο Νουμάς και υπήρξε από τους πιο μαχητικούς δημοτικιστές της εποχής του χωρίς να μετατρέψει όμως ποτέ την ποίηση του σε πολιτική συνθηματολογία. Αποτελεί, άλλωστε, ανάμεσα στους εκπροσώπους της γενιάς που ανδρώθηκε γύρω από τον άξονα Ψυχάρη-Παλαμά, μια σεμνή και υπολογίσιμη παρουσία.

Επίσης μετέφρασε τον Ύμνο της Διεθνούς και το καταστατικό του σοσιαλιστικού κόμματος στη δημοτική. Το 1909 αφιέρωσε ένα ποίημά του στον σοσιαλιστή Φερέρο που δολοφονήθηκε στην Ισπανία.

Tο μονόπραχτο δράμα  Γήταυρος έχει χαρακτηριστεί «το πρώτο έργο της ελληνικής σοσιαλιστικής λογοτεχνίας». Με την επαναστατική του πνοή, ενθουσίασε αμέσως όλους εκείνους που ονειρευόντανε το ξύπνημα της μάζας, σύμφωνα με τα προοδευτικά κοινωνιστικά ιδανικά.

Σύμφωνα με μαρτυρία του Γιάννη Κορδάτου  ο Ρήγας Γκόλφης παρακολουθούσε μέχρι το τέλος της ζωής του την ανοδική πορεία της Σοβιετικής Ενωσης παρά το γεγονός ότι είχε αποτραβηχτεί από το λογοτεχνικό στίβο.

 


Τη δύναμή σου νιώσε...

Στη στράτα αργοδιαβαίνει της αργατιάς το πλήθος
Φαρμάκι έχει στα χείλη, κομένη την ορμή,
κι ο πόνος που συντρίβει τ’ αράθυμό του στήθος
θεριεύει το κορμί.

Πού πάει συμμαζωμένο, το έλεος να γυρέψει;
Ποιος άρχοντας θ’ ακούσει, ποια πόρτα θ’ ανοιχτεί;
Με τ’ άπραγα τα λόγια τί πάει να ζητιανέψει,
να γείρει να κλαυτεί;

Το τέρας της ανάγκης που τη ζωή του θλίβει,
νεκρώνει την αγάπη, μαραίνει τ’ αγαθά,
θα πάψει να τραντάζει το μαύρο του καλύβι,
το Χάρο να βοηθά;

Ω συνοδειά θλιμένη, του δίκιου τον αγώνα
σα θέλεις να κερδίσεις, μη σκύβεις και δειλιάς.
Και πως θα διαφεντέψεις με λυγισμένο γόνα
τη μοίρα της δουλειάς;

Τη δύναμή σου νιώσε κ’ υψώσου προς τον ήλιο.
Την πάναγνή σου ράτσα, τη σιδερένια υγειά,
Θεούς να τα λατρέψεις. Του κόσμου το βασίλειο
ζωντάνεψε, ραγιά.

Το πείσμα του δυνάστη, που τη χαρά μολεύει,
τα λούλουδα σκοτώνει, στερεύει την πηγή,
θα το συντρίψει, μάθε, το χέρι που δουλεύει
κι αναμετρά τη γη.

(Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο εξαιρετικό blog «Ευρυτάνας Ιχνηλάτης»)

1 σχόλιο: