Σχολιασμοί
Για την Μακεδονία μας…
Θυμόμαστε όλοι τα εθνικιστικά
συλλαλητήρια του 92-94 για το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων με το όνομα
«Μακεδονία». Θυμόμαστε όλοι και τον εθνικιστικό παροξυσμό για την στάση του
«προδοτικού ΚΚΕ». Έχουμε γράψει στο παρελθόν για το θέμα. Δεν είναι της ώρας να
τα επαναλάβουμε. Ένα μόνο. Τόσα χρόνια μετά, ας σκεφθεί ο καθένας ποιο κόμμα
είχε την σωστότερη, πιο ρεαλιστική και εθνικά ωφέλιμη θέση…
Το ίδιο διάστημα, στις 7 Φεβρουαρίου 1992 (σε ισχύ 1η Νοεμβρίου 1993), ψηφίστηκε η Συνθήκη
του Μάαστριχτ, επίσημα γνωστή ως «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση». Η συνθήκη του Μάαστριχτ που
υπερψηφίστηκε από τα κόμματα του Ευρωμονόδρομου ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ - ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είχε
τις λεγόμενες τέσσερις «ελευθερίες» (κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών,
εργατικού δυναμικού).
Αυτές ακριβώς οι τέσσερις
«ελευθερίες» του Μάαστριχτ, όπως και οι διάφορες ντιρεκτίβες της ΕΕ για το τι θα
παράγουμε , οδήγησαν, από τις αρχές τις 10ετίας του 90, στη διάλυση της άλλοτε ακμάζουσας ελληνικής
βιομηχανίας. Εξ αιτίας αυτών έκλεισαν η έφυγαν οι επιχειρήσεις και όχι όπως κατευθύνουν τον κόσμο να λέει ότι
τις έδιωξαν το ΠΑΜΕ και τα εργατικά συνδικάτα με τις κινητοποιήσεις τους.
Εάν κάνει κανείς ένα οδοιπορικό
εκατοντάδων χιλιομέτρων σε ολόκληρη την Ελλάδα θα συναντήσει εικόνες ερήμωσης, εγκατάλειψης και μαρασμού. Τις
τελευταίες δεκαετίες εκατοντάδες
εργοστάσια έχουν κλείσει ενώ η οικονομική κρίση έδωσε το τελειωτικό χτύπημα
στην βιομηχανία της Ελλάδας, ιδιαίτερα της Βόρεια Ελλάδας. Οι περισσότερες απ’
αυτές μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία, αλλά αρκετές και στην ΠΓΔΜ.
Εδώ και αρκετά χρόνια έχουμε και άλλα φαινόμενα: Πολλοί, ιδιαίτερα Μακεδόνες,
Εδώ και αρκετά χρόνια έχουμε και άλλα φαινόμενα: Πολλοί, ιδιαίτερα Μακεδόνες,
■ Κάνουν ουρές στα σκοπιανά
οδοντιατρεία.
■ Επισκέπτονται σε
καθημερινή σχεδόν βάση τη γείτονα χώρα για καύσιμα, για να κάνουν τις αγορές
τους και να ψυχαγωγηθούν.
■ Από Λάρισα μέχρι
Ορεστιάδα λεωφορεία μεταφέρουν τζογαδόρους "αρρωστάκηδες" που
ρίχνονται στη μάχη της ρουλέτας. στο
«Λας Βέγκας» των Σκοπίων. «Ελληνικό σουξέ…στα καζίνα των Σκοπίων.
■ Συνταξιούχοι
μετακομίζουν στη Γευγελή για να μειώσουν το κόστος ζωής
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι «Μακεδονομάχοι» που
«διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους», είναι έτοιμοι να αρπάξουν και να φάνε όποιον
ασεβή αναφέρει ακόμη και από λάθος τα Σκόπια «Μακεδονία» ή αναθεματίζουν τις
χώρες που σε προγράμματα, κοινές δράσεις, συναντήσεις αποκαλούν τη γειτονική
χώρα σαν «Μακεδονία».
Ποια πατριωτικά τραγούδια τώρα. «Μακεδονία ξακουστή
του Αλεξάνδρου η χώρα», «Τι ζητούν οι Βούλγαροι στην Μακεδονία», «Δεν θα την
πάρουνε ποτέ τη γη των Μακεδόνων», «Για τη Μακεδονία μας Ελλάδα μας γενναία,
σκληρά θα πολεμήσουμε τον κάθε επιδρομέα», «Η Μακεδονία είναι ελληνική»…
Πε που είσαι μπρε;
Οι παππούδες μου πρόσφυγες ήρθαν στην κυρίως Ελλάδα.
Και ο πατέρας μου πρόσφυγας δεύτερης γενιάς ήταν. Και γω τρίτης γενιάς
πρόσφυγας που κουβαλάω στο μυαλό μου τον ξεριζωμό από τις αγαπημένες
αλησμόνητες πατρίδες από τα ιστορήματα των παππούδων. Οι παππούδες δεν μπόρεσαν
να ξαναδούν την πατρίδα, τους τόπους που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν. Αξιώθηκα να
πάω εγώ γι αυτούς, να τους δω, σα να τους έβλεπαν τα δικά τους μάτια.
Θυμάμαι ο παππούς ερχόταν απ’ τον Λαγκαδά στην Νεάπολη που μέναμε για να
μείνει μαζί μας λίγες μέρες. Εκεί στη στροφή Βαλσαμή, στα παρκάκια, κάθονταν με
άλλους γεροντάδες πρόσφυγες από τη Νεάπολη Καπαδοκίας, τη Βάρνα της Αν.
Ρωμυλίας. Τον Πόντο…
-Πε που είσαι μπρε; Ρωτούσε ο δικό μου ο παππούς. Πε
που έρθες;
-Απόθεν είσαι; ρωτούσε ο γέροντας Πόντιος τον παππού
μου.΄
-Πε το Μπροντίβο, γιανά στην Αγαθόπολη και το
Βασιλικό. Πε τη Μαύρη Θάλασσα, απαντούσε με περηφάνια και βαθιά νοσταλγία ο
παππούς μου.
Έτσι έζησαν και πέθαναν. Με την νοσταλγία, με τον
πόθο να γυρίσουν κάποια στιγμή στον τόπο τους.
Πρόσφυγας ή μετανάστης δεν έχει μεγάλη διαφορά. Κανείς δε θέλει να φύγει
από τη γενέθλια γη να πάει σε άλλο τόπο. Οι αιτίες που τον αναγκάζουν είναι
ίδιες. Πάνω απ’ όλα οι πόλεμοι που
γίνονται για «τ’ αφέντη το φαϊ» για να κερδίζουν οι καπιταλιστές εκμεταλλευόμενοι
και αξιοποιώντας φυλετικές διαφορές, διακρίσεις στο θρήσκευμα, την ανέχεια, τη
δυστυχία …
Ο μεγάλος Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραψε το 1937
αυτοεξόριστος στη Σουηδία το ποίημα «Για τον Όρο Μετανάστες»
«Λαθεμένο μού
φαινόταν πάντα τ' όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ' ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν' απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ' απ' όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ' εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ' τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.»
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ' ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν' απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ' απ' όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ' εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ' τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.»
Ο λαός μας, λαός της
προσφυγιάς και της μετανάστευσης να συνεχίσει να εκφράζει την αλληλεγγύη του
στους κυνηγημένους, δυστυχισμένους, απελπισμένους που βρέθηκαν στη χώρα μας.
Και να μην ξεχνά πέρα από το ανθρώπινο και συναισθηματικό, το κύριο:
Τα κύματα των απελπισμένων προσφύγων έχουν τη «σφραγίδα» της ΕΕ και των κομμάτων της. των αποφάσεων της ΕΕ, της βαρβαρότητας του καπιταλιστικού συστήματος, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.
Κώστας Πινέλης
(Δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες "Ειδήσεις" και ¨Πρωϊνή" του Κιλκίς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου