Λέσβος, πανέμορφη, αγαπημένη
"Πουθενά
σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου,
ο
ήλιος και η Σελήνη δε συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά,
δε
μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους,
όσο
επάνω σε αυτό το κομμάτι της γης που κάποτε,
ποιος
ξέρει, σε τι καιρούς απίθανους,
ποιος
θεός, για να κάνει το κέφι του,
έκοψε
και φύσηξε μακριά ίδιο πλατανόφυλλο
καταμεσής
του πελάγους."
Οδυσσέας Ελύτης
Η Λέσβος με έκταση 1632 τετ.χλμ.
είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί του Αιγαίου μετά την Εύβοια και την Κρήτη.
Απέχει περί τα 190 ναυτικά μίλια από τον Πειραιά και γοητεύει τον επισκέπτη με
τους πυκνούς ελαιώνες και τις παραλίες που διαθέτει.
Είναι ορεινή, με πλούσια
βλάστηση στα ανατολικά και στο κέντρο, ενώ στα δυτικά είναι άγονη και βραχώδης.
Εκεί βρίσκεται (περιοχή Σιγρίου) το απολιθωμένο δάσος, που θάφτηκε κάτω από τη
λάβα του ηφαιστείου πριν από εκατομμύρια χρόνια.
Προϊστορικά
ευρήματα μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία στο νησί 3000 χρόνια π.Χ.
Τον 10ο
αιώνα π.Χ. εγκαθίστανται στο νησί οι Αιολείς. Η ποίηση και τα γράμματα
ανθούν με την Σαπφώ και τον Αλκαίο, τον Πιττακό ένα από τους επτά σοφούς της
αρχαιότητας. Επί αιώνες αλλάζει ηγεμόνες : Πέρσες, Μακεδόνες, Αθηναίοι,
Σπαρτιάτες, Πόντιοι, μέχρι το 80 π.Χ. περίπου, που η Λέσβος
εντάσσεται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Μέχρι το 961 μ.Χ. που
γίνεται η ανάκτηση της Νήσου από τη Βυζαντινή Αυτοκρατία, δυνοπαθεί από
την άνοδο του Ισλάμ και τις εκστρατείες των Αράβων. Με την παρακμή του Βυζαντίου,
δέχεται επιθέσεις από Τούρκους, Ενετούς και Σαρακηνούς. Το 1355 το Βυζάντιο
παραχωρεί την Λέσβο στους Γατελούζους, μια Γενοβέζικη οικογένεια. Οι
Γατελούζοι την διοικούν αποτελεσματικά για ένα αιώνα. Τότε χτίζεται και το
κάστρο της Μυτιλήνης που σώζεται μέχρι σήμερα.
Το 1462, μετά από πολιορκία, οι Οθωμανοί Τούρκοι,
καταλαμβάνουν το νησί, το οποίο παρά τις προσπάθειες κατά την Ελληνική
Επανάσταση του 1821 παραμένει στα χέρια τους μέχρι τις 8 Νοεμβρίου του 1912
Στις 8 Νοεμβρίου του 1912 ο ναύαρχος
Κουντουριώτης με τον Ελληνικό στόλο καταλαμβάνει την πόλη της Μυτιλήνης και ένα
μήνα αργότερα, μετά από αιματηρή μάχη, απελευθερώνεται ολόκληρη η Λέσβος.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 περίπου 24.000 πρόσφυγες
εγκαθίστανται μόνιμα στο νησί.
Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο, Γερμανικά στρατεύματα την καταλαμβάνουν το 1941. Απελευθερώνεται το
1944.
Προσωπικότητες της Λέσβου
Αλκαίος ο Μυτιληναίος, Στρατής Μυριβήλης, Οδυσσέας Ελύτης, Στρατής Eλευθεριάδης – Teriade,
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Σαπφώ η Ερεσία, Αργύρης
Εφταλιώτης, Ηλίας Βενέζης (Αϊβαλί-Λέσβος), Φώτης Κόντογλου(Αϊβαλί-Λέσβος), Νίκος
Καμπάς, Ασημάκης Πανσέληνος, Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα,
Αρίων.
Αρχοντικά της Λέσβου
Στύψη Λέσβου– Φρενελί Μ. Ασίας
Στύψη
Ορεινό παραδοσιακό χωριό, χτισμένο
αμφιθεατρικά σε πλαγιά του όρους Λεπέτυμνου, σε υψόμετρο 400 μ. η Στύψη οφείλει
την ονομασία της στη στυπτηρία (στύψη), ορυκτό (διπλό θειικό άλας του αργιλίου
και του καλίου) που αφθονεί στο υπέδαφός της και χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία
και τη βαφική. Παραδοσιακά σπίτια, λιθόστρωτα σοκάκια και γραφικά καφενεία
συνθέτουν τη γοητευτική εικόνα του χωριού. Η Στύψη έχει 1.024 κατοίκους. Απέχει
53,5 χλμ ΒΔ από τη Μυτιλήνη.
Στον "Κάτω Μαχαλά" επιβλητικός
είναι ο ναός της Αγίας Τριάδας. Αρχισε να κτίζεται το 1924 και εγκαινιάστηκε
επίσημα στις 27-9 -1970. Είναι τρίκλιτη σταυροειδής βασιλική από γκρίζο
τραχείτη, με εσωτερικό τρούλο και πολύ όμορφο τέμπλο.
Στον "Πάνω Μαχαλά" δεσπόζει ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, κτίσμα του 1805. Είναι τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα. Στην αυλή του βρίσκεται η προτομή του μεγάλου ευεργέτη του χωριού Χριστόφα Χατζηδουκάκη. Στις 23 Αυγούστου, στα εννιάμερα της Παναγίας, γίνεται τριήμερο πανηγύρι και μοιράζεται "κισκέκ".
Στον "Πάνω Μαχαλά" δεσπόζει ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, κτίσμα του 1805. Είναι τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα. Στην αυλή του βρίσκεται η προτομή του μεγάλου ευεργέτη του χωριού Χριστόφα Χατζηδουκάκη. Στις 23 Αυγούστου, στα εννιάμερα της Παναγίας, γίνεται τριήμερο πανηγύρι και μοιράζεται "κισκέκ".
Στη Στύψη γεννήθηκε, το 1866, ο Μακεδονομάχος
ήρωας Μητροπολίτης Γερμανός
Καραβαγγέλης και το 1871 ο Βενιαμίν Ψωμάς ή
Κυριακού, Οικουμενικός
Πατριάρχης τα έτη 1936 έως 1946.
Άποψη της Στύψης
Φρενελί
Η κωμόπολη Φρενελί βρισκόταν σε
πεδιάδα στην κοιλάδα του ποταμού Χαβράν τσάι (Havran çay), σε απόσταση 7,5 χλμ.
ΝΑ του Αδραμυττίου και 13 χλμ. ΒΑ του Κεμέρ. Ακριβώς έξω από τον οικισμό
ενώνονταν δύο ποτάμια, το Χαβράν ή Μπουγιούκ τσάι (Büyük çay) και το Κιουτσούκ
τσάι (Küçük çay), που ήταν ουσιαστικά παραπόταμος του Χαβράν τσάι. Η εταιρεία
που εκμεταλλευόταν τα μεταλλεία στην Μπάλια
είχε κατασκευάσει μεγάλο γεφύρι πάνω από τον παραπόταμο Κιουτσούκ τσάι, για να
περνούν τα κάρα που μετέφεραν τους εργάτες στο χώρο εργασίας τους και γενικά
για να διατηρεί την επικοινωνία με τα μεταλλεία. Οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι του
οικισμού τον αποκαλούσαν Φρενελί (πιθανόν παραφθορά της αρχαίας ονομασίας
Αυρηλιανή) και έτσι αναφερόταν στα εκκλησιαστικά έγγραφα. Αντίθετα οι
μουσουλμάνοι του οικισμού χρησιμοποιούσαν το όνομα Χαβράν, το οποίο εμφανιζόταν
και στα οθωμανικά έγγραφα.
Οι υπολογισμοί για τον πληθυσμό του
Φρενελί στις αρχές του 20ού αιώνα κυμαίνονται ανάμεσα στους 5.000 και 8.000
κατοίκους, ενώ οι ελληνορθόδοξοι, που αποτελούσαν την μειοψηφία των κατοίκων,
υπολογίζονται ανάμεσα στους 2.000 και 3.000. Οι χριστιανοί της κωμόπολης κατά
το 19ο αιώνα ήταν πολύ λιγότεροι. Αυξήθηκαν όταν άρχισαν να συρρέουν κάτοικοι από τα χωριά της Μυτιλήνης (Χάλικας, Στίψη, Γέρα κ.ά.), ιδιαίτερα
μετά το μεγάλο σεισμό του 1867, που έπληξε το νησί. Περνούσαν στην απέναντι
μικρασιατική ακτή για να εργαστούν είτε στα μεταλλεία της Μπάλιας είτε στη
συλλογή σύκων, σταφίδας, βελανιδιών κ.λπ. και με τον καιρό εγκαταστάθηκαν
μόνιμα. Στην κωμόπολη υπήρχαν και λίγοι Βούλγαροι (πριν από το 1914) οι οποίοι
απασχολούνταν ως χτίστες, μαγαζάτορες κ.λπ. Ίσως υπήρχαν και κάποιοι –λίγοι πάντως–
μετανάστες από τον Πόντο
που ήρθαν για να δουλέψουν στα μεταλλεία. Οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι του
οικισμού μιλούσαν την ελληνική –ένα ιδίωμα που έμοιαζε πολύ με αυτό της
Μυτιλήνης λόγω καταγωγής–, όμως αρκετοί από αυτούς γνώριζαν και τουρκικά.
Από
το χωριό αυτό ήρθε μετά την Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένεια Χρήστου
Σκαλτσουνάκη, η οικογένεια της μητέρας μου, στην Στύψη από όπου πιθανόν να
είχαν πάει στο Φρένελι. Εκεί γεννήθηκε το 1923 η μητέρα μου, ένα μέλος από τα 8
αδέλφια. Για λίγο έμειναν και στην Παναγιούδα. Το 1945 η οικογένεια μετακόμισε στο Ηράκλειο Λαγκαδά Θεσσαλονίκης
όπου είχαν πάει ήδη τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια. Αργότερα έφυγαν οικογενειακώς
για τη Θεσσαλονίκη και τέλος στις αρχές της 10ετίας το ’60 στην Αθήνα. Η μητέρα
μου και ένας από τα αδέλφια της έμειναν στο Ηράκλειο όπου ήδη είχαν παντρευτεί.
Η μητέρα μου με τον πατέρα μου, πρόσφυγα από την Ανατολική Ρωμυλία.
Από την μητέρα μου έμαθα να αγαπώ τη Λέσβο όπου
έχουμε πολλούς συγγενείς και τα υπέροχα τραγούδια της,.
15-10-2017
Κώστας Πινέλης
Εξαιρετικά ενδιαφέρον αφιέρωμα με καθηλωτική γραφή.
ΑπάντησηΔιαγραφή