Το Κιλκίς της πίκρας μας
των
ψευδαισθήσεων και των οραμάτων μας
(Το άρθρο
γράφηκε και δημοσιεύθηκε στην πρώτη έκδοση της εφημερίδας «Γνώμη» το 2004)
Όταν στις αρχές της
δεκαετίας του 70 ήρθα πρώτη φορά στο Κιλκίς για να γνωρίσω τους συγγενείς της
γυναίκας μου, αγάπησα αμέσως αυτή την πόλη και ένοιωσα ότι θα μπορούσα να ζήσω
εδώ. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με τράβηξε ώστε είκοσι χρόνια αργότερα να
εγκατασταθώ μόνιμα με την οικογένειά μου.
Κανείς
πιστεύω δεν μπορεί να πει τι είναι αυτό που τον κάνει να αγαπήσει ένα τόπο.
Κάποιοι λένε, είναι οι άνθρωποι. Κάποιοι ο τόπος και οι άνθρωποι μαζί. Όμως
πιστεύω ότι δεν είναι οι άνθρωποι, σίγουρα δεν είναι οι άνθρωποι. Πρώτα
γνωρίζεις τον τόπο. Τους ανθρώπους τους γνωρίζεις αργότερα με τα χρόνια και
μπορεί να σε διαψεύσουν σε σχέση με το πώς τους περίμενες να είναι. Εξ άλλου οι
φίλοι μου και γενικά όλη η ζωή μου για τα χρόνια που γίνονται οι πρώτες φιλίες
και δημιουργούνται οι εμπειρίες γενικά, έχουν να κάνουν με το χωριό μου το
Ηράκλειο του Λαγκαδά που έζησα μέχρι τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια και με τη
Νεάπολη της Θεσσαλονίκης όπου έζησα μέχρι τα 45 μου.
Ο τόπος
λοιπόν είναι αυτός που αγάπησα, αν και το Κιλκίς που αρχικά γνώρισα δεν διέφερε
πολύ από την «μικρή και μελαγχολική πολίχνη» του Μωσέ Ελιγιά. Ένας λόφος με «πέντε
καμένα πεύκα και ένα κυπαρίσσι» μια
εκκλησιά «αυστηρή» που η κατασκευή της χρονολογείται στα μέσα του 19ου
αιώνα, μερικά όμορφα κτίρια γύρω από τη Μητρόπολη που δεν είναι καν νεοκλασικά.
Το πρώτο
που με τράβηξε ήταν το τοπίο που είδα, όταν ανέβηκα για πρώτη φορά στον λόφο
και έστρεψα το βλέμμα προς τον νοτιά. Ήταν η ίδια εικόνα, το ίδιο βουνό, το Ντεβέ Καράν της Σάντας που
έβλεπα από το χωριό μου όταν γύριζα το βλέμμα προς το βορά. Και ύστερα ο κάμπος που δεν
είναι «ταψί» όπως στον τόπο που γεννήθηκα, αλλά κυματιστός, μου έγινε ανεξήγητα
ελκυστικός, καθώς έτσι όπως είναι
γεωλογικά απλωμένος, σου δίνει την
αίσθηση της απεραντοσύνης, της ελευθερίας, με τους απλωμένους ανοιχτούς
ορίζοντες και που τώρα που τον βλέπω καθημερινά μου είναι ακόμη πιο ελκυστικός
καθώς αλλάζει τη φορεσιές του. Την
πράσινη την Άνοιξη με το ξύπνημα της φύσης, τη χρυσαφί το Καλοκαίρι όταν
ωριμάζουν οι καρποί, και τη καφετιά το Φθινόπωρο και που το φως που τον λούζει,
το φως που αλλάζει τα μεγέθη και τα διευρύνει, σου δίνει τη δυνατότητα να έχεις
τη ψευδαίσθηση ότι μετουσιώνεται, γίνεται θάλασσα που αγκαλιάζει τις παρυφές
της πόλης και πως κάπου μπροστά σου, δίπλα στα τελευταία σπίτια, υπάρχει
απάνεμο λιμάνι.
Το
σημερινό Κιλκίς έχει αλλάξει σημαντικά από τότε που το γνώρισα και μετά από
δώδεκα χρόνια μόνιμης κατοικίας θα έλεγα όχι προς το καλύτερο. Η παλιά κηπούπολη
δεν υπάρχει πια. Όλα έχουν πάρει το χρώμα του τσιμέντου, αυτού που
χρωμάτισε όλες τις πόλεις της Ελλάδας.
Το μπετόν που άλωσε, μαζί με το πράσινο κα τους ελεύθερους χώρους, τις
παραστάσεις και τις μνήμες μας και απειλεί να αλώσει και τις ψυχές μας.
Στο
σημερινό Κιλκίς μας πικραίνουν όλα αυτά που οραματιζόμαστε αλλά λείπουν. Οι
υποδομές που εξαγγέλλονται και δεν γίνονται ή που όταν αρχίζουν δεν λένε να
τελειώσουν. Η έλλειψη χώρων πολιτισμού άθλησης και αναψυχής. Μας ταλανίζει η
δυσκολία εξασφάλισης σταθερής δουλειάς και εισοδήματος για να ζούμε με
αξιοπρέπεια. Μας εξοργίζει η υποκρισία
των αιρετών της αυτοδιοίκησης ότι «όλα πηγαίνουν καλά» ενώ δεν πάνε, και θέτουν
σε δοκιμασία την ευαισθησία και την κουλτούρα μας με πολιτική και επιλογές που
ακυρώνουν στη πράξη τη λαϊκότητα θεσμών και λειτουργιών της αυτοδιοίκησης.
Και ο
κόσμος; Είπαμε στην αρχή. Μπορεί να μην είναι όπως τον περίμενες. Να περίμενες
να μην συμβιβάζεται σε κάποια πράγματα. Να μην παρακαλάει για τα αυτονόητα. Να
μην βολεύεται με ημίμετρα και κουκουλώματα. Να διεκδικεί αυτά που δικαιούται. Ίσως
να είναι έτσι γιατί έχει πικρές εμπειρίες και μνήμες από δύσκολες εποχές…. Πως
όμως να μην αναγνωρίσεις ότι όταν φωνάζεις στο δρόμο «αδελφέ» γυρίζουν όλοι,
ότι μιλάνε και τα λένε όλα φωνάζοντας δυνατά, και πως όταν λένε χωρατά, γελάνε
με την καρδιά τους…….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου